Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Τα μάθατε ρε συντεκνοι τι έγινε στην Κρήτη
κι αναστατωθει το νησι μέχρι τον Ψηλορείτη?
Ενας βαρβατος κρητικος έβοσκε κατι γιδια
και στο χωριο του γύρισε χωρίς να εχει μύδια
μου τα φαγε εφωναζε μια μεγαλη σαυρα
κι ειδα τον κοσμο αναποδα κι ολα τριγύρω μαυρα
Εκουζουλαθει ελεγαν οι συγγενείς κι φιλοι
Μα μολις είδαν το κακο στα αφτιά τους μπηκαν ψύλλοι
Ετρεξαν ολοι στο χωριο σιμά στο ποταμακι
κι είδαν εκει να λιαζεται ενα κορκοδειλακι
Πολυ τον συμπαθησανε τον βγαλανε και Σηφη
και τον τάιζαν προβατα μοσχαρια κι αγρια γιδια
κι εκεινο το αφιλότιμο ήθελε μονο μυδια
Ο ποιος σοφος απ το χωριο την λυση την βρήκε
Μ ενα καραβι εφυγε και στην Αθήνα βγηκε
τρεχει και παει στη βουλη α@δια να ζητησει
Το Σηφαλιο που πειναγε με εκεινα να ταΐσει
Απ τους τριακόσιους τι κακο κανεις δεν ειχε μυδια
τα δώσανε στην πατριδα τους να τ εχει για στολιδια
Μυδια για την ανάπτυξη μα και για την παιδεία
μυδια για να πορευεται κι δολια η υγεία
Κι αφου σε ολους ειναι γνωστο πως την Ελλαδα κυβερνουν ανθρωποι δίχως μυδια
Τον Σηφαλιο θα μαθουμε να ζησει με κρεμμύδια

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

OTAN TO ΡΟΛΟΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΓΥΡΙΖΕΙ 50 ΧΡΟΝΙΑ ΠΙΣΩ



Δυο θαλασσες βλεπεις σαν ερθεις στο χωριο μου και κοιταξεις απο ψηλα

Η μια ειναι ασημοπρασινη και κει που ξεψυχα εκεινη αρχιζει η αλλη η καταγαλανη του Ιονιου

Ενας απο τους μεγαλύτερους καμπους με ελιες οι Γαργαλιανοι

Στο μαζεμα των ελιων αδειάζουμε τα σπιτια το πρωι και ξαναρχόμαστε κατάκοποι με την δύση του ηλιου

Και τουτη την θαλασσα την ασημοπρασινη την αγαπαμε,εχουμε δεθει μαζι της απο τοτε που καταλαβαμε τον εαυτο μας

Οι γονεις μας μας κουβαλαγαν μαζι τους μωρα ακομα, μας κοίμιζαν κατω απ τις ελιες

και οταν μεγαλώσαμε βοηθουσαμε οσο μπορουσαμε και μετα πεφταμε κουρασμενα πανω στα λιοπανα και στα σακιά

Το βραδυ ο πατερας πηγαινε να βγαλει το λαδι στο λιοτριβι,και η μανα ετρεχε σαν αλλοπαρμένη να προλάβει να μαγειρέψει και να μας πλύνει

Και μεις παρακαλαγαμε να παει καλά το λάδι και να έχει καλή τιμή
Οταν κοιμομασταν στοίχειωναν στα όνειρα μας οι φοβοι μας μη ρίξει χαλαζι  μη φυσήξει δυνατος βοριάς και σκορπισει τις ελιες
Χριστούγεννα προσμεναμε και θα πηγαίναμε στην εκκλησιά με τα παλιοπαπουτσα και τα μπαλωμενα ρούχα?

Και κείνο το μεγάλο θεριό ο μεσάζοντας που έλεγε ο πατέρας ότι μας έπινε το αίμα θα έδινε καλή τιμή?

 Πέρναγαν τα χρόνια
Διαβάστε φώναζε η μανα και ο πατέρας να μην έχετε την τύχη μας

Διαβάστε φύγετε απο δω να γλιτώσετε

Ετσι βρεθήκαμε στην Αθηνα να δουλεύουμε στα εργοστασια και παράλληλα να σπουδαζουμε

Οταν μεγαλώσαμε ξαναγυρίσαμε στο χωριο, τοτε ομως ειχαμε και τις δουλειες μας οι περισσοτεροι

Κι ετσι μερωναν οι φόβοι μας αφου οι ελιες ηταν το επιπλεον εισοδημα και η δουλεια μας το κυριο

Καναμε και μεις οικογενεια, παιδια που τους διναμε τα παντα για να μορφωθουν να εχουν καλη τυχη

Πως ήρθαν τα πανω κατω?πως καταληξαμε απο κει που καποτε αρχισαμε?
Τα πτυχια τα παιδια μας τα κορνιζώσαν Οι συνθηκες εργασιας θυμίζουν Μεσαιωνα ,τα χρηματα λιγα, η ανασφαλεια στο ζενιθ

Η ανεργεια χτυπαει κοκκινο καθε μερα χιλιαδες ανεργοι προστιθενται στους ηδη υπαρχοντες

Και το ρολοι μετραει αντιστροφα και γυριζει 50 χρονια πισω

Σανιδα σωτηριας οι ελιες δοξα τον Θεο που υπαρχουν κι αυτες

Ποσα ονειρα καναμε για το μελλον των παιδιων μας ποσο πολυ κοπιασαμε!

Ομως τιποτα δεν παει χαμενο το βλεπουμε στα ματια του παιδιου μας

Δεν τα στοιχειώνουν οι ιδιοι φοβοι με μας και τους γονεις μας

Ειναι αγροτης, αλλα αυτη την φορα με μορφωση και ανοιχτο μυαλο κι αυτο μετραει

Δοξα τον Θεο και παλι αυτος εχει τις ελιες
Δεν ειναι πολλες αλλα θα της κανει περισσοτερες Θα αγωνιστει αλλα δεν θα σκυβει το κεφαλι σαν τους πατεραδες μας
Τα ονειρα τα δικα του και των εγγονιων μας θα εχουν το χρωμα της ελπιδας
Γιατι εχουν ενα κομματι ασημοπρασινης θαλασσας τις ελιες που αγαπησαμε και αγαπαμε

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Τετάρτη 19/2/2014 εννιάμισι πρωί ένας σταθμός
Ενας καινουργιος ερχομός
και η πεζή μας η ζωή αλλάζει
με ένα μικρούλι ανθρωπάκι που γκρινιάζει
Η ελπίδα λούζεται με φως
και συ λογιεσαι δυνατός
Γιατί τον χάροντα νικάς στα μαρμαρένια αλώνια
Αφού ξωπίσω άφησες παιδιά και τώρα αγγόνια

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014


Σήμερα τα φώτα και οι φωτισμοί
μείνανε απλήρωτοι οι λογαριασμοί
Φώς νερό τηλέφωνο τα χουνε κομμένα
κεριά στο σπίτι μου σωρό τα έχω μαζεμένα
Κεριά ανάβω για να δω στο μαύρο το σκοτάδι
και στο μπουκάλι έμεινε μονομια στάλα λάδι
Απο το κρύο το πολύ κατάντησε αρχαίος
και είμαι μέχρι το λαιμό πνιγμένος απ το χρέος
Σήμερα τα φώτα 
έκαψα την πόρτα 
για να ζεσταθω 
κι είναι ευκαιρία στο νερό να πέσω λίγο να πλυθώ
Και χαρά μεγάλη στ αφεντικό που δεν δίνει ούτε το βασικό
κι όποτε γουστάρει ψίχουλα πετάει στο προσωπικό
Τα φώτα ας φωτίσουμε εφέτος το μυαλό μας
μηπως και δουμε σημερα πιο ειναι το καλό μας